- πολλαπλασιαζομένου
- πολλαπλασιάζωmultiplypres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρανιοσωματικός — ή, ό (ως όρος τής ανθρωπολ.) φρ. «κρανιοσωματικός δείκτης» η σχέση τού όγκου τού κρανίου, πολλαπλασιαζόμενου επί 100, με τον συνολικό όγκο τού σώματος … Dictionary of Greek